- φιγουράρω
- Ν1. προκαλώ εντύπωση, φαντάζω2. κάνω φιγούρα, επιδεικνύομαι3. φαίνομαι, εμφανίζομαι («η φωτογραφία της φιγουράρει σ' όλα τα λαϊκά περιοδικά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. figurare «φαίνομαι, φαντάζω» (< figura, πρβλ. φιγούρα)].
Dictionary of Greek. 2013.